- ἰσοκιννάμωμος
- ἰσο-κιννάμωμος [ᾰ], ον,A like cinnamon, of cassia (prob.= ἄχυ, q.v.), Plin.HN12.98.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ισοκιννάμωμος — ἰσοκιννάμωμος, ον (Α) (για το φυτό κασσία) όμοιος με κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κιννάμωμον] … Dictionary of Greek